συκοφάντην

συκοφάντην
σῡκοφάντην , συκοφάντης
common informer
masc acc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έχις — ἔχις, εως, ὁ, ἡ (Α) 1. έχιδνα, οχιά 2. μτφ. (για ανθρώπους) κακός, ύπουλος και επιβλαβής προς τους άλλους χαρακτήρας («ὅταν συκοφάντην καὶ πικρὸν καὶ ἔχιν τὴν φύσιν ἄνθρωπον ἴδητε», Δημοσθ.) 3. είδος φυτού, το έχιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έχιδνα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”